επηρετμος

επηρετμος
    ἐπήρετμος
    ἐπ-ήρετμος
    2
    1) сидящий у весла, гребущий
    

(ἑταῖροι Hom.)

    2) снабженный веслами, весельный
    

(νῆες Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επηρετμος" в других словарях:

  • επήρετμος — ἐπήρετμος, ον (Α) 1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει 2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιά («νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῑροι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το η λόγω τής λειτουργίας τού… …   Dictionary of Greek

  • ἐπήρετμος — at the oar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρέτμοισι — ἐπήρετμος at the oar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρέτμους — ἐπήρετμος at the oar masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρετμοι — ἐπήρετμος at the oar masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»